συνδιαχωρίζω

συνδιαχωρίζω
Α
διαχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («δύο ἀπ' ἀλλήλων διακρίνας ὀνόματα καὶ τὰ δι' αὐτῶν σημαινόμενα συνδιαχωρίσας τῷ λόγῳ», Γρηγ. Νύσα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”